O Iωαννης θεωρείται ο αγαπημένος μαθητής του Ιησού. Ζει σχετικά απομονωμένος, σαν μοναχός και εξοριζεται απο τους Ρωμαιους στην Πάτμο. Δεν υπάρχουν ιστορικές αναφορές και από κάποιους πιστεύεται ότι δεν έχει πεθάνει.
Επικεντρώνεται περισσότερο στο νόημα της αγάπης παρά στην πρακτική διδασκαλία. Γράφει δυο επιστολές οι οποίες είναι καθολικές προς όλους.
Στη πρώτη επιστολή αναφέρεται στην αγάπη προς όλους.
Η επιστολή γράφτηκε πιθανότατα από την ελληνική πόλη της Εφέσου στη Μικρά Ασία, κατα τον 9ο αιώνα μ.Χ. Ο Ευαγγελιστης Ιωάννης ήταν πολύ ηλικιωμένος (πιθανώς πάνω από 90 ετών) και ως εκ τούτου απευθύνεται στους πιστούς ως «παιδιά» του.
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε μερικά γεγονότα σχετικά με το ιστορικό υπόβαθρο εκείνης της περιόδου. Μαζί με τη διάδοση του ευαγγελίου του Χριστου υπήρξαν παράλληλα φιλοσοφικά/θεολογικά κινήματα (επηρεασμένα από το ελληνικό πνεύμα εκείνων των καιρών) που διαστρέβλωναν την ουσία του ευαγγελίου (και αυτό ήταν πιο εμφανές στις μεγάλες πόλεις του ελληνικού κόσμου, όπως η Εφεσος). Μερικοί ισχυρίζονταν ότι ο Ιησούς ήταν ένας μεγάλος δάσκαλος, αλλά αρνιονταν τη θεότητά Του, και υπήρχαν άλλοι που τόνιζαν τη διχοτόμηση μεταξύ του υλικού κόσμου (ο οποίος δεν αξίζει τίποτα και δεν δημιουργήθηκε από τον Θεό) και του Πνεύματος, που είναι αιώνιο. Ως αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης, ο Χριστος παρουσιαζοταν ως ένα είδος θεϊκού πνεύματος που δεν είχε καμία επαφή με τον υλικό κόσμο. Αυτή την άποψη υποστήριζαν οι Γνωστικοί, ένα πνευματικό κίνημα που υπάρχει μέχρι σήμερα! (Γνωστικισμος).
Γι’ αυτό, ο Ευαγγελιστης Ιωάννης αναφέρει αρκετές φορές στην επιστολή του τη σημασία της αληθινής κατανόησης του Χριστου ως μιας οντοτητας που συνδυάζει το γήινο (σώμα) και το θεϊκό (πνεύμα), τα οποία είναι και τα δύο πλήρη.
Ήδη στην αρχή της Επιστολής, ο Ευαγγελιστης Ιωάννης τονίζει ότι μιλάει για τον Ιησού Χριστο, τον οποίο είχαν δει και αισθανθεί (δηλαδή κάποιον που ζούσε σωματικά). Από την άλλη, επισημαίνει ότι όποιος δεν καταλαβαίνει ότι ο Χριστος είναι Θεός και ότι Αυτός και ο Πατέρας είναι το ίδιο, χάνει ολόκληρο το μήνυμα της Σωτηριας και μάλιστα ανήκει στο πνεύμα του «αντίχριστου»!
Τα κύρια μηνύματα που επαναλαμβάνει ο Ευαγγελιστης Ιωάννης αρκετές φορές σε αυτή την επιστολή περιλαμβάνουν κυρίως:
- 1. Την αντίληψη ότι ο Θεός είναι αγάπη και είναι αδύνατο να Τον γνωρίσουμε και να συνδεθούμε μαζί Του χωρίς να αισθανθούμε αυτή την αγάπη και χωρίς να δειχνουμε την αγάπη μας στον πλησίον μας.
- Την ιδέα ότι ο Θεός είναι μόνο φως και δεν υπάρχει σκοτάδι μέσα Του. Εκείνοι που βρίσκονται στο σκοτάδι της αμαρτίας δεν μπορούν να συνδεθούν με τον Θεό. Επομένως, η πίστη στον Χριστο και η ζωή στην αμαρτία δεν μπορούν να συμβαδιζουν.
Σύμφωνα με τα λόγια του Ευαγγελιστη Ιωάννη, φαίνεται ότι ένας αληθινός πιστός είναι αδυνατο να διαπράξει αμαρτία. Ωστόσο, αυτό δεν είναι αλήθεια. Απόδειξη αυτού είναι ότι η Επιστολή απευθύνεται στους πιστούς, ζητώντας τους να μην αμαρτάνουν. Όταν αμαρτάνουμε, έχουμε έναν συνήγορο, έναν μεσίτη, ο οποίος μας εκπροσωπει στον Πατέρα, τον Ιησού Χριστό. Στέκεται συνεχώς στο όνομά μας και προσφέρει τη θυσία Του για τις αμαρτίες μας ως προστασία μας. Ο Χριστος είναι η εξιλεωτική θυσία για τις αμαρτίες μας που κατεύνασαν αιώνια την «οργή» του Θεού εναντίον μας (Ησαΐας 54:9-10). Ρωμαίους 3:25 βάζοντας τη δικαιοσύνη Του στο λογαριασμό μας.
Ο Χριστος είναι η «εξιλέωση» όχι μόνο για τις αμαρτίες μας (δηλαδή, για όλους εκείνους που Τον δέχονται με πίστη), αλλά και για τις αμαρτίες ολόκληρου του κόσμου. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και οι αμαρτίες των απίστων πληρώθηκαν με την εξιλέωση του Χριστού (Α ́ Τιμόθεον 4:10). Αυτό σημαίνει ότι οι προσωπικές αμαρτίες δεν είναι ο λόγος που οδηγουν κάποιον στην Κολαση (επειδή όλες οι αμαρτίες έχουν «πληρωθεί»), αλλά μόνο η αμαρτία της απόρριψης του Χριστου για την οποία οι άνθρωποι θα πρέπει να λογοδοτήσουν.
Η έννοια της παραδοσιακής θρησκείας είναι ότι η τήρηση των νόμων του Θεού και η ευαρέσκεια του Θεού επιτυγχάνονται με τις πράξεις μας. Αλλά η αλήθεια είναι μάλλον το αντίστροφο. Ο Ευαγγελιστης Ιωάννης δεν λέει ότι η τήρηση των εντολών του Θεού μας κάνει να Τον γνωρίσουμε, αλλά ότι η γνώση του Θεού (όχι μόνο διανοητικά αλλά και εμπειρικά) θα μας κάνει να τηρούμε τις εντολές Του. Πώς θα ξέρουμε αν είμαστε αληθινά αναγεννημένοι εκ του Πνεύματος ? Αν οι πράξεις μας δεν εχουν επηρεαστει κα αλλαξει, δεν έχουμε αληθινή σχέση με τον Θεό. Η γνώση του Θεού (με τη βιβλική έννοια της οικειότητας/κοινωνιας μαζί Του) γεννά μια δίκαιη ζωή, και όχι το αντίστροφο. Επομένως, δεν αποκτούμε την αγάπη του Θεού τηρώντας το Λόγο του Θεού, αλλά μόλις βιώσουμε την αγάπη Του, αυτό θα μας κάνει να ακολουθήσουμε τις εντολες Του.
Όπως λέει το εδάφιο 1 Ιωάννη 3:3, «Κάθε άνθρωπος που έχει εναποθέσει την πίστη του στον Χριστο, αυτή η πίστη θα τον εξαγνίσει». Ο Χριστος είναι το παράδειγμά μας και πρέπει όλοι να συμπεριφερόμαστε όπως Αυτος, όσο το δυνατόν περισσότερο. Ποτέ δεν θα το κάνουμε τέλεια, αλλά αυτή πρέπει να είναι η κατεύθυνση που ακολουθούμε.
Η Καινή Διαθήκη δεν είναι καινούργια (ΚΑΙΝΗ) με την έννοια ότι έχει αλλάξει τον τρόπο που πρέπει να ενεργούμε, αλλά επειδή μας δειχνει ότι η αγιότητα πρέπει να προέρχεται από μέσα προς τα έξω και όχι (όπως στην Παλαια Οικονομια) από έξω προς τα μέσα. Η Καινή Διαθήκη είναι καινούργια, διότι τώρα είναι η σχέση μας με τον Θεό και η Θεια χάρις που οδηγουν στην τηρηση των εντολων Του και στις ορθές πράξεις. Οι πράξεις είναι ο καρπός, και όχι η ρίζα της σχέσης με τον Θεό.
Τα πρότυπα της αγιότητας που καθιερώθηκαν στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη δεν διαφέρουν πολύ. Αλλά η διαφορα έγκειται στο ότι, οι μεν εντολές της Αγίας Γραφής δόθηκαν για να ελέγχουν τις πράξεις μας, ο δε νόμος της αγάπης της Καινής Διαθήκης δοθηκε για να ελέγχει τις καρδιές μας, πράγμα που οδηγεί στον έλεγχο των πράξεών μας. Έτσι, τόσο το μοτίβο της Παλαιάς Διαθήκης όσο και αυτό της Καινής Διαθήκης φτάνουν στον ίδιο στοχο, αλλά με δύο διαφορετικούς τρόπους. Η Παλαια Διαθηκη ασχολήθηκε με τις εξωτερικές ενέργειες του ανθρώπου: ότι δηλαδη, αν οι πράξεις μας ειναι «σωστές» προς τον Θεό, τότε θα ήμαστε δίκαιοι και άγιοι. Αλλά ο Χριστος μας πήγε πολύ βαθύτερα από αυτό. Στην επί του Όρους Ομιλία (Ματθαίο 5), μας έδειξε ότι ακόμα κι αν δεν αμαρτάνουμε εξωτερικά, είμαστε αμαρτωλοι στην καρδιά μας και επομένως είμαστε ένοχοι στα μάτια του Θεού. Είπε στους Φαρισαίους ότι «καθαρίζουν» το εξωτερικό αλλά όχι το εσωτερικό (Ματθαίος 23:25-26). Ο Χριστος μας διδαξε ότι η κύρια διδασκαλία Του είναι να αγαπάμε (Ιωάννης 13:34). Αν αγαπάμε αληθινά τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας, δεν θα παραβούμε καμία από τις Δέκα Εντολές (Ρωμαίους 13:8-10).
Όποιος ισχυρίζεται ότι κυβερνάται και καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα, αλλά μισεί τον αδελφό του, ψεύδεται. Η αναγέννηση μας εκ Πνευματος ειναι, που θα μας κάνει να αγαπάμε ο ένας τον άλλον(Λουκάς 23:34και Πράξεις7:60).
Αν εχουμε καποιο μίσος στην καρδιά μας προς τον αδελφο μας, τι πρέπει να κάνουμε; Γινεται να προσπαθήσουμε να σταματήσουμε το μισος ώστε να μπορέσουμε να είμαστε στο φως; Δυσκολο να το πετύχουμε με αυτόν τον τροπο. Μόνο αν έρθουμε στο φως, τότε το μίσος για τους αδελφούς μας θα εξαλειφθεί. Είναι σαν να προσπαθείς να ρουφήξεις το σκοτάδι έξω από το δωμάτιο, έτσι ώστε να υπάρχει φως. Αν και η απουσία φωτός είναι σκοτάδι, το αντίθετο δεν ισχύει. Η απουσία του σκότους δεν είναι φως! Μονο όταν ερθει το φως τοτε το σκοτάδι θα εξαφανιστεί. Είναι αδύνατο χωρίς να ανάψει πρωτα το φως. Παρόμοια, πρεπει πρωτα να βιώσουμε το φως του Θεού και τότε (με τη βοηθεια της Θειας Χαριτος) το σκοτάδι (το κακό στη ζωή μας) θα φυγει.
Η προσκόλληση στο Φως (παραμένοντας στην αγάπη του Θεού) θα μας κάνει να αγαπάμε τους αδελφούς μας (Α ́ Ιωάννου 2:5). Δεν μπορούμε να αγαπάμε τους αδελφούς μας αν δεν έχουμε λάβει(και αισθανθεί) την αγάπη του Θεού για μας. Δεν μπορούμε να δώσουμε αυτό που δεν πήραμε. Αυτό που πρέπει να κάνει κάποιος είναι να στραφεί στον Θεό και να παραδεχτεί ότι δεν Τον γνωρίζει πραγματικά και να Του ζητήσει να του αποκαλυφθεί. Όταν ο Θεός αρχίσει να κατοικεί μέσα μας, θα φέρει το Φως στις καρδιές μας και κάθε μισος η κακια (προς τον αδελφό μας) θα φύγει.
Η αγαπη είναι η μεγαλυτερη των εντολων. Οποίος δεν τηρεί το νόμο της αγάπης είναι καταδικασμένος στο θάνατο! Αν ‘’έχεις’’ και βλέπεις ότι ο αδερφός σου στερείται και δεν του δίνεις, τότε που είναι η αγάπη του Θεου μεσα σου ? Δεν πρέπει να εκφράζουμε την αγάπη μόνο με τη γλώσσα και τα λογία αλλά η αγάπη θέλει αποδείξεις , ακομα και υλικές αποδειξεις (επιστολη Α Ιωαννη 3,13-18: Μην απορείτε, λοιπόν, αδελφοί μου, εάν σας μισή ο κόσμος. Ημείς γνωρίζομεν καλά ότι έχομεν μεταβή από τον πνευματικόν θάνατον εις την πνευματικήν και αιωνίαν ζωήν, διότι αγαπώμεν τους αδελφούς. Εκείνος όμως που δεν αγαπά τον αδελφόν μένει εις την κατάστασιν του πνευματικού θανάτου.
Καθένας που μισεί τον αδελφόν του, είναι φονιάς. Οποίος όμως έχει τα αγαθά του κόσμου (που κάμνουν άνετον την ζωήν) και βλέπει τον αδελφόν του να έχη ανάγκην, κλείσει δε τα σπλάγχνα του και μείνει αναίσθητος εις την δυστυχίαν εκείνου, πως είναι δυνατόν η αγάπη του Θεού να μένη μέσα του; Αγαπημένα μου παιδιά, ας μη αγαπώμεν με τα λόγια μόνον και με την γλώσσαν, αλλ’ ας αγαπώμεν με τα έργα της καλωσύνης και με την ειλικρίνειάν που επιβάλλει ο Θεός).
Ο Ευαγγελιστης Ιωαννης αναφερει ότι ο καλυτερος κριτης είναι μεσα μας και είναι η συνειδηση μας ! Η συνειδηση είναι ο μικρο-Θεος μεσα μας. Γνωρίζουμε καλά μέσα μας αν είμασταν σωστοί απέναντι στο συνάνθρωπο. Η συνείδηση μας ξέρει καλά. Σίγουρα ο Θεός ξέρει καλυτέρα τι συμβαίνει μέσα μας όμως ο πνευματικος ανθρωπος δε χρειαζεται καν την κρίση και κατακριση του Θεου, ούτε αυτην κάποιου εξωτερικού κριτή (επιστολη Ιωαννου, 3/20: Εάν όμως μας κατηγορή η συνείδησις, ότι με τα λόγια μόνον αγαπώμεν τον αδελφόν, πολύ περισσότερον θα μας κατηγορήση ο Θεός, ο οποίος είναι βέβαια απείρως ανώτερος από την συνείδησίν μας και γνωρίζει πλήρως και τελείως, καλύτερα από αυτήν, τα πάντα).
Όταν η συνειδηση μας δεν μας κατηγορει, τότε εχουμε δύναμη και θάρρος απέναντι στο Θεό, να ζητήσουμε τα αιτηματα μας. Και όποιος ζητήσει θα λάβει . Όσο η συνειδηση μας παραμένει καθαρή τότε θα λάβουμε. Όταν η προσευχή μας δε φέρνει αποτέλεσμα, ας κοιτάξουμε μέσα μας, που σφαλουμε η που η συνείδηση μας δεν επιτρέπει. Και αν εφαρμόζουμε τη μεγαλύτερη των εντολών, την εντολη της αγαπης, τότε μπορούμε να σταθούμε με καθαρή την καρδιά μπροστά στο Θεό, να ζητήσουμε και να λάβουμε. Τότε μόνο μπορούμε να σταθούμε μπροστά στο Θεό (επιστολη Ιωαννη Α, 3/21,22: Αγαπητοί, εάν η συνείδησίς μας δεν μας κατηγορή, τότε έχομεν θάρρος προς τον Θεόν, και ο,τιδήποτε και αν του ζητούμεν, το λαμβάνομεν από αυτόν, διότι τηρούμεν τας εντολάς του και πράττομεν αυτά, που του είναι ευάρεστα. Και γινόμεθα έτσι τέκνα των ευλογιών του).
Ο Ευαγγελιστης Ιωάννης σε αυτή την επιστολή απευθύνεται σε 3 ομάδες πιστών, μικρά παιδιά, εφήβους και ενήλικες (πατέρες). Συμβολίζει τις φάσεις της πνευματικής ανάπτυξης ενός ατόμου: Πρώτον, είμαστε μωρά. Περιγράφει εκείνους που γνωρίζουν μόνο ότι οι αμαρτίες τους έχουν συγχωρεθεί. Καθώς μεγαλώνουμε, γινόμαστε ισχυρότεροι και ασκούμε την εξουσία μας και νιωθουμε την δυναμη μας (δια Χριστου) πάνω στον διάβολο. Το τελικό στάδιο ανάπτυξης είναι να είμαστε πραγματικά ώριμοι (πνευματικά «Πατέρες») και να προοδεύουμε στη γνώση και τη σύνδεση/κοινωνια με τον Θεό.
Επιπλεον επισημαίνει ότι εκείνοι που αγαπούν τον κόσμο και τα πράγματα που προσφέρει δεν μπορούν να αγαπήσουν τον Θεό. Και εκείνοι που αγαπούν τον Θεό δεν αγαπουν τον κόσμο ή τα πράγματα που προσφέρει ο κόσμος. Η αγάπη για τον Θεό και η αγάπη για τον κόσμο είναι ασυμβίβαστες. Η λέξη «κόσμος» σίγουρα δεν αναφέρεται στον πλανήτη που ονομάζουμε Γη. Ο Ψαλμός 19:1-4 λέει ότι ολόκληρη η δημιουργία δοξάζει συνεχώς τον Θεό. Έτσι δεν μπορεί να μιλάμε για ολόκληρο τον υπέροχο φυσικό κόσμο. Το σημαντικο και ουσιαστικο ειναι να μην αγαπάμε τη δημιουργία περισσότερο από τον Δημιουργό (Ρωμαίους 1:25).
Ο Ευαγγελιστης Ιωάννης εξηγεί ότι αυτό αναφέρεται συγκεκριμένα στους τρεις τομείς της «αγάπης του κόσμου» (Α ́ Ιωάννου 2:16): την επιθυμία της σάρκας, την επιθυμία των ματιών και την υπερηφάνεια της ζωής.
Κάθε κακό πράγμα, κάθε αμαρτία, μπορεί να τεθεί σε μια από αυτές τις τρεις κατηγορίες. Στη Γένεση 3, ο Αδάμ και η Εύα πειράστηκαν από τη λαγνεία της σάρκας (πείνα), τη λαγνεία των ματιών (το δέντρο ήταν ευχάριστο στα μάτια) και την υπερηφάνεια της ζωής (το δέντρο θα τους έκανε σοφούς και ίσους με τον Θεό). Ο Χριστος βίωσε τρεις πειρασμούς που αντιστοιχούν επίσης σε αυτους τους 3 τομεις της αγαπης του «κοσμου» (Ματθαίος 4:1-11 και Λουκάς4:1-13). Σε κάθε περίπτωση, αυτός ο φυσικός κόσμος θα διαλυθεί μια μέρα (Β ́ Πέτρου 3:10-12)· Τότε όλα όσα λαχταρούσαμε θα εξαφανιστούν (Α ́ Ιωάννου 2:16). Αλλά αυτός που κάνει το θέλημα του Κυρίου θα αναπαυεται στην παρουσια Του για πάντα.
Ο Απόστολος Ιωάννης, (σε αυτή την επιστολή) χρησιμοποιεί τη λέξη «αντίχριστος» αρκετές φορές. Είναι ο μόνος συγγραφέας της Καινής Διαθήκης που χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο. Μιλάει για έναν μεμονωμένο αντίχριστο που θα έρθει στο μέλλον, αλλά και για πολλούς αντίχριστους που ήταν ενεργοί στον κόσμο κατά τη διάρκεια της εποχής του.
Ο Αποστολος Παύλος μίλησε επίσης για τον αντίχριστο στην Β ́ Θεσσαλονικείς 2:2-10, αποκαλώντας τον «άνθρωπο της αμαρτίας… γιος της απώλειας» (Β ́ Θεσσαλονικείς 2:3). Στην Αποκάλυψη, υπάρχει ένα άλλο ψευδώνυμο για τον αντίχριστο, «το θηρίο». Ο Χριστος μίλησε για τις ημέρες του αντίχριστου (Ματθαίος 24. Κατά Μάρκον 13. Λουκάς 17 και 21), αλλά δεν τον ανέφερε συγκεκριμένα.
Αυτός θα ειναι είναι ένα άτομο που θα ενσαρκώσει όλα όσα δεν είναι θεϊκά και που θα εμφανιστεί τις έσχατες ημέρες. Αλλά όποιος δεν παραδέχεται ότι ο Χριστος ήρθε στην γη με φυσικό σώμα είναι επίσης ένα είδος «αντίχριστου» (Β ́ Ιωάννου 1:7). Όποιος αρνείται ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού, αρνείται επίσης τον Πατέρα (Ιωάννης 5:23).
Γενικά, το πνεύμα του αντίχριστου ήταν ήδη ενεργό στην εποχή του Ιωάννη και είναι σίγουρα ενεργό στον κόσμο μας σήμερα. Το αντίχριστο πνεύμα βρίσκεται πίσω από σχεδόν κάθε δύναμη που κυβερνά τον κόσμο μας.
Η σχέση με τον Θεό Πατέρα εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη σχέση με τον Ιησού, τον Υιό του Θεού. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να έχουμε σχέση/κοινωνία με τον Πατέρα παρά μόνο μέσω του Υιού(Ιωάννης 14:6). Κάθε απόρριψη του Χριστου είναι απόρριψη του Πατέρα, και η αποδοχή Του είναι ίσοδυναμη με την αποδοχή του Πατέρα.
Ο Ευαγγελιστης Ιωαννης τονιζει στη επιστολη του της τεραστια σημασια αυτης της δευτερης εντολης (περα από αυτην της αγαπης), δηλαδη την αποδοχή του Ιησού Χριστού ως Υιού του Θεού και ενσάρκωσης Του. Εδώ μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί, γιατί δεν είναι αρκετό κάποιος να αγαπάει αλλά πρέπει να δέχεται και τον Χριστό, ως θεανθρωπο ? Επειδη ο Χριστός αποτελει την ανώτερη έκφραση αγάπης, το τελειότερο παράδειγμα για το πως είναι να αγαπάει κανείς. Ετσι, αν κάποιος πιστεύει ότι εφαρμόζει την αγάπη αλλά δεν δέχεται τον Χριστό τότε στην ουσία δεν γνωρίζει και δεν εφαρμόζει την πραγματική αγάπη, εφόσον ο Θεός ‘’είναι’’ αγάπη. Δεν προκειται στην ουσία για «εντολή», αλλα για την κατανοηση της αγαπης του Θεου, ο οποιος εστειλε τον Υιό του, όχι γιατί εμείς Τον αγαπήσαμε και για να μας ανταμείψει, αλλά γιατί Ο ίδιος μας αγαπάει ανιδιοτελώς. Στην Παλαια Διαθηκη δημιουργειται η εντυπωση ότι ο Θεός δεν είναι τοσο Θεος αγάπης, οσο τιμωρός. Ετσι τουλαχιστον τον καταλαβαιναν στην περιοδο αυτή. Ο Χριστος ηρθε για να δειξει το πραγματικο προσωπο του Θεου Πατερα και ήταν ο τέλειος εφαρμοστής της απόλυτης αγάπης. Η θυσία του ήταν η απόλυτη έκφραση αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο. Πρέπει να βλέπουμε τον Θεό πάντα ως ένα πατέρα. Αν το παιδί κάνει κάτι κακό και το μόνο που θα εισπράξει είναι τιμωρία τότε το μόνο που μαθαίνει είναι ο φόβος και σίγουρα δεν μαθαίνει το πως να αγαπάει και το πως να δίνει αγαπη ο ίδιος. Ο «κακός πατέρας τιμωρός» λοιπον (όπως λανθασμενα τον καταλαβαιναν τοτε οι ανθρωποι), της Παλαιάς διαθήκης «μετατρεπεται στον Θεός της απολυτης αγαπης μέσω της αποστολής του Υιού του για την εξιλεωση και σωτηρια των ανθρωπων, που μονοι τους δεν μπρουσαν ουτε καν να πλησιασουν την αγιοτητα δια του Νομου (επιστολη Ιωαννη Α, 4/2-3: Ημπορείτε δε να ξεχωρίζετε και να γνωρίζετε το Πνεύμα του Θεού με τούτο το κριτήριον· κάθε δηλαδή άνθρωπος που παρουσιάζεται ότι έχει Πνεύμα Θεού, εάν ομολογή αδιστάκτως και πιστεύη, ότι ο Ιησούς Χριστός έλαβε σάρκα και ήλθεν ως Θεάνθρωπος λυτρωτής εις την γην, είναι πράγματι εκ του Θεού).
Η αγάπη μας κάνει αφοβους, και η ελλειψη της μας οδηγεί σε συνεχή φόβο και αγωνια. Φόβο για μια επικείμενη τιμωρία για κάποιο κακό που μπορεί να συμβεί. Η έλλειψη αγάπης ευθύνεται για το μεγαλύτερο μέρος του άγχους και των φοβιών μας. Οποίος αγαπά, δεν έχει να φοβάται τίποτα. Έχει τη συνείδηση του καθαρή και ως αποτέλεσμα τη σιγουριά ότι έχει τον Θεό μαζί του (επιστολη Ιωαννη, Α 4-17,18: Φοβος ενώπιον του κριτού και της κρίσεως δεν υπάρχει εις την καρδίαν του ανθρώπου, που αγαπά, αλλ’ η τελεία κατά Θεόν αγάπη βγάζει έξω από την ψυχήν και διώχνει τον φόβον. Διότι ο φόβος προϋποθέτει την τιμωρίαν εξ αιτίας της ενοχής. Και εκείνος που φοβείται εξ αιτίας της ενοχής του, είναι φανερόν ότι δεν έχει προχωρήσει και δεν έχει γίνει τέλειος εις την αγάπην).
Σύμφωνα με τον λόγο του Ευαγγελίου (Ιωάννης 17:3), αιώνια ζωή είναι η γνώση του Θεού Πατέρα και του Κυρίου Ιησού Χριστού, δηλαδή η «γνώση» με τη βιβλική έννοια της λέξης. Πρόκειται για οικειότητα/κοινωνία. Ένα άτομο που έρχεται στον Χριστο ζητωντας τη συγχώρεση των αμαρτιών, αλλά δεν συνεχίζει να έχει στενή κοινωνία μαζί Του, χάνει ολο το νόημα της σωτηρίας. Και δεν πρόκειται μόνο για τη μετά θάνατον ζωή και τον παράδεισο. Η αιώνια ζωή αρχίζει στη γη (Ιωάννης 3:36. Κατά Ιωάννην 3:36. (Ματθ. 5:24· 6:47) με τη μορφή της κοινωνιας με τον Πατέρα και τον Υιο. Η αμαρτία ήταν ένας μεσοτοιχος που εμπόδιζε την πρόσβασή μας στον Θεό. Χωρίς την άρση αυτού του μεσοτοιχου, δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή κοινωνία με τον Πατέρα. Ο Χριστος επωμίστηκε τις αμαρτίες όλου του κόσμου (Ιωάννης 12:32), μας συμφιλίωσε με τον Θεό (Β ́ Κορινθίους 5:19) και γκρέμισε το τείχος της εχθρότητας ανάμεσα σε εμάς και τον Θεό.
Ο Ευαγγελιστης Ιωάννης τονίζει ότι δεν αρκεί να πιστεύουμε βασιζόμενοι στην εμπειρία κάποιου άλλου για το πώς, και τι είναι ο Θεός. Χρειάζεται να γνωρίσουμε τον Θεό προσωπικά. Δεν είναι ότι δεν χρειαζόμαστε καθόλου τις συμβουλες των άλλων και δεν μπορούμε να ωφεληθούμε από αυτά που έχουν να πουν (Εφεσίους 4:11-13). Απλώς όλοι μας ως πιστοί έχουμε έναν προσωπικό δάσκαλο, το Άγιο Πνεύμα (Ιωάννης 14:26) που μας χρίζει και Αυτό μας οδηγεί στην αλήθεια.